- προενισχυτής
- ο Ν(ηλεκτρ.)ενισχυτής τάσης που τοποθετείται σε μια διάταξη ενίσχυσης σημάτων με σκοπό μια αρχική ενίσχυσή τους και την προετοιμασία τους για την τελική βαθμίδα ενίσχυσης ισχύος στην έξοδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek